- νοῇσι
- νοέωExcerpta e libris Herodianipres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόησι — νόησις intelligence fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοήσις — νοήσῑς , νόησις intelligence fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτωσιαρχία — (occasionalismus). Φιλοσοφική θεωρία, που περιορίζει την ενεργή και αιτιώδη δύναμη του ανθρώπου και μειώνει ολόκληρο το σύστημα των δρώντων αιτίων του κόσμου σε απλές «συμπτώσεις» της επέμβασης του Θεού, στον οποίο αποδίδεται η συνολική ενεργή… … Dictionary of Greek
συνειδησιαρχία — η, Ν (φιλοσ.) γνωσιολογική θεωρία κατά την οποία το υποκείμενο τών πραγματικών επιστημών είναι μόνο τα πραγματικά αισθήματα και συναισθήματα καθώς και το δεδομένο στη συνείδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνείδηση + αρχία (< αρχος*), πρβλ. νοησι αρχία] … Dictionary of Greek